

Γέρση
Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου
Άτοκες δόσεις με ή χωρίς πιστωτική

Η «Γέρση» της Αργυρώς Μαργαρίτη είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει τον έρωτα και την ιστορία, πλέκοντας μια παράσταση της Σμύρνης στην εποχή της προδοσίας και της φωτιάς. Σε μια κοινωνία γεμάτη αντιφάσεις, οι χαρακτήρες αναζητούν την ταυτότητά τους μέσα από τις συγκρούσεις που αναδεικνύουν τις αντοχές και τις αδυναμίες τους.
Η πλοκή ακολουθεί τη Γέρση, μια περήφανη αρχοντοπούλα, και τον Γιώργη, έναν νεαρό που ερωτεύεται την εξαιρετική της ομορφιά. Μια σχέση που προορίζεται να δοκιμαστεί από τις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, με έντονες συναισθηματικές προκλήσεις και μυστικά που κρύβονται πίσω από κάθε γωνιά της Σμύρνης.
Η γραφή της Μαργαρίτη είναι πλούσια σε εικόνες και συναισθήματα, χρησιμοποιώντας γλώσσα που συνδυάζει την ποίηση με την ωμή πραγματικότητα, χαρίζοντας στον αναγνώστη ζωντανές περιγραφές και δυνατά συναισθήματα.
Διαβάζοντας τη «Γέρση», ανακαλύπτεις μια ιστορία που συνδυάζει τον έρωτα με την Ιστορία, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία. Αξίζει να την ανακαλύψεις, γιατί οι σελίδες της περιέχουν ζωή, πάθος και προδοσία.
Σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς, οι ζωές μπερδεύονται με το καβουρντισμένο κύμινο και το πετιμέζι, Ρωμιοί και Τούρκοι, κιμπάρηδες και ραχατλήδες, ηγέτες ξιπασμένοι, ανίκανοι, παθιασμένοι, αδιάφοροι. Ο χορός των ζεϊμπέκηδων, οι ατμοί του χαμάμ, τα προσκοπάκια στο Αϊδίνι, μυστικά και καταχωνιασμένες αμαρτίες, προδοσίες, φονικά, ένα γυμνό κορίτσι κρεμασμένο ανάποδα, ο Αχέροντας να καταπίνει φαντάρους, στην Αλμυρά Έρημο να ξεραίνονται οι κόκκινες μηλιές, οι ατμοί του χαμάμ να θολώνουν τις ζωγραφιές.
Η Γέρση μεγάλωσε στη Σμύρνη, αρχοντοπούλα αναντάμ μπαμπαντάμ, στη θωριά της σου κοβόταν η ανάσα. Περήφανη και ξιπασμένη, μαστίγωνε τις δούλες της μπας και τις κάνει φιλενάδες. Λουζόταν στο χαμάμ, όταν την είδαν ξαφνικά τα δυο καρντάσια, ο Γιώργης κι ο Σελίμ, κι ήρθε ο έρωτας να σπαράξει τη σάρκα, να ξεπαστρέψει, να μαγέψει.
«Τι είμαι για σένανε, Γιώργη Καραδάμογλου; Αυτό μόνο… πρέπει να ξέρω…»
Το άλογο χρεμέτισε χτυπώντας την οπλή του σε μια πέτρα που εξείχε, ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Ο Γιώργης έχωσε τα μάτια στα τσίνορά της, ζυγίστηκε πάνω τους, ισορρόπησε, κρεμάστηκε. Βούλιαξε στο υγρό βλέμμα, φοβήθηκε μη γίνει δάκρυ και τον πνίξει, τσούλησε στην κατηφόρα της μύτης να σωθεί, χώθηκε στα ρουθούνια να ρουφήξει την οσμή της. Στα χείλη παραδόθηκε. Τα λευκά της δόντια τον γεμίσανε πληγές καθώς θυμήθηκε τη νύχτα τους. Εδώ που φτάσανε, δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να της πει την αλήθεια. Πήρε το χέρι της, έσκυψε κι απόθεσε στη φούχτα της ένα φιλί.
«Εσύ, ομορφιά μου, είσαι το κόκκινο στο αίμα μου…»
