Η καλοφαγού μαγείρισσα Μανάκο Κάτζιι είναι έγκλειστη στις φυλακές του Τόκιο, καταδικασμένη για τους φόνους τριών μοναχικών επιχειρηματιών, τους οποίους φημολογείται ότι σαγήνευσε με το υπέροχο σπιτικό της φαγητό. Η υπόθεση εξάπτει τη φαντασία της ιαπωνικής κοινωνίας, όμως η Κάτζιι αρνείται να μιλήσει στον τύπο ή να δεχτεί επισκέψεις. Μέχρι τη
στιγμή που η δημοσιογράφος Ρίκα Ματσίντα τής γράφει ένα γράμμα ζητώντας της τη συνταγή για βοδινό στιφάδο –το τελευταίο δείπνο ενός εκ των θυμάτων της– και η Κάτζιι της απαντά αποδεχόμενη το αίτημα για συνέντευξη. Η Ρίτα ξεκινά να επισκέπτεται την Κάτζιι ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα κάμψει την αντίστασή της και εν τέλει θα διαλευκάνει την υπόθεση. Οι όλο και πιο συχνές επισκέψεις στη φυλακή ξεφεύγουν από το αυστηρό πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας και εξελίσσονται σε αληθινά master class μαγειρικής. Η Ρίκα, η οποία μέχρι πρότινος ήξερε να μαγειρεύει μόνο απλές συνταγές, ανακαλύπτει τον κόσμο των γαστριμαργικών απολαύσεων και, αναπόφευκτα, τα πλούσια σε θερμίδες γεύματα έχουν επιπτώσεις στη σιλουέτα της. Καθώς διαπιστώνει ότι η «μεταμόρφωσή» της επηρεάζει τη συμπεριφορά των γύρω της, αρχίζει να αναρωτιέται αν τελικά έχει περισσότερα κοινά με την Κάτζιι απ’ όσα νόμιζε στην αρχή...
Αντλώντας έμπνευση από την πραγματική υπόθεση της «μαύρης χήρας» Κανάε Κιτζίμα, μιας κατά συρροή δολοφόνου καταδικασμένης το 2012 σε θάνατο, η Ασάκο Γιουζούκι εξερευνά με τη διεισδυτική της ματιά την περίπλοκη σχέση μεταξύ υπερφαγίας και τραύματος, στηλιτεύει τη χοντροφοβία και τα μη ρεαλιστικά πρότυπα ομορφιάς που επιβάλλουν τα ΜΜΕ στις γυναίκες και αποτυπώνει τον βαθιά ριζωμένο μισογυνισμό και σεξισμό της σύγχρονης Ιαπωνίας.