Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…