

Μαουτχάουζεν
1945 - 1995
Άτοκες δόσεις με ή χωρίς πιστωτική

Το «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη είναι ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό έργο που αποτυπώνει τις τελευταίες στιγμές ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, με φόντο την απελευθέρωση από τους Αμερικανούς το 1945. Το βιβλίο φωτίζει τις ανθρώπινες ιστορίες πίσω από την ιστορική τραγωδία, αναδεικνύοντας τις ψυχές που αναζητούν ελπίδα και ελευθερία σε έναν κόσμο γεμάτο βία και απελπισία.
Η πλοκή ακολουθεί τους κρατούμενους του Μαουτχάουζεν, όπως τον Ξεκαρδάκη, καθώς βιώνουν την αναμονή και την τελική απελευθέρωση. Οι χαρακτήρες του Καμπανέλλη είναι γεμάτοι συναισθήματα: από το σαστισμένο δέος μπροστά στο αμερικανικό τανκ, μέχρι την πικρία του Ξεκαρδάκη που αναλογίζεται την επιστροφή του χωρίς δώρα για τους δικούς του. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία αναδεικνύουν την ανθρώπινη ψυχή σε όλη της τη διάσταση.
Ο Καμπανέλλης χρησιμοποιεί μια γλώσσα που συνδυάζει την απλότητα με την ποίηση, δίνοντας ζωή σε κάθε λέξη και εικόνα. Η αφήγησή του είναι γεμάτη ένταση και συναισθηματική φόρτιση, με διαλόγους που αποκαλύπτουν την εσωτερική πάλη των χαρακτήρων.
Αν αναζητάς ένα βιβλίο που θα σε συγκινήσει και θα σε προβληματίσει, το «Μαουτχάουζεν» είναι μια αναγκαία ανάγνωση. Μην χάσεις την ευκαιρία να βιώσεις αυτή την ανεπανάληπτη εμπειρία μέσα από την τέχνη του Καμπανέλλη.
Απόσπασμα:
Ο αμερικάνος διοικητής με φώναξε στο γραφείο του. Ακούμπησε φιλικά το χέρι στον ώμο μου και μου είπε: «... οι Έλληνες μπορούν να φύγουν σε τρεις μέρες. Αυτοκίνητα και τραίνα είναι όλα ταχτοποιημένα. Είμαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να βοηθήσω Έλληνες κρατούμενους».
… Γράψαμε την ανακοίνωση για την αναχώρηση σε μεγάλο χαρτί, σωστή ταμπέλα, και την κρεμάσαμε στο παράθυρο. Πήγαμε και στην παράγκα για να το πούμε σ’ όσους ήταν εκεί. Άλλοι αρχίσανε να χοροπηδάνε, άλλοι δεν είπαν τίποτα και μόνο που ανάψανε τσιγάρο. Τον Ξεκαρδάκη όμως τον πνίξανε τα κλάματα και το παράπονο:
– Να, τώρα φεύγουμε, γυρίζουμε πίσω και δεν έχω τίποτα να τους πάω...
– Σε ποιους δεν έχεις να πας τίποτα;
– Στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου!
– Τι να τους πας, μωρέ Ξεκαρδάκη;
– Ένα δωράκι, ανάθεμά με, τόσον καιρό λείπω και θα πάω με άδεια χέρια!...
– Και πού ήσουνα για να τους πας δώρα; Για αναψυχή είχες πάει;
– Τι σημασία έχει, έλειπα τόσον καιρό, για δεν έλειπα;
– Δε φτάνει που θα τους πας πίσω ζωντανός, τα δώρα σκέφτεσαι;
– Μα οι ζωντανοί πάνε δώρα, μωρέ. Οι πεθαμένοι παίρνουνε. Ίντα να βρω τώρα να τους πάω;
Έμεινε αμετάπειστος κι απαρηγόρητος. Και να σκεφτείς πως τέσσερις μέρες πριν μπουν τ’ αμερικάνικα τανκς στο Μαουτχάουζεν, ο Ξεκαρδάκης βρισκόταν στην ουρά των μελλοθανάτων που περίμεναν τη σειρά τους έξω απ’ το κρεματόριουμ.



αξιολογήσεις





Tsakonakis
Tsakonakis
ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
dimitris.
dimitris.
confirmed purchaser
confirmed purchaser
eva
eva
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ
savoylis96
savoylis96