Μια καλοκαιρινή μέρα, η τριαντάχρονη Jungmin πετάγεται έξω από το σπίτι της φωνάζοντας. Έχει καταλήξει μόνη της, χωρίς φίλους ή δουλειά. Επί εφτά χρόνια δούλευε ασταμάτητα ως σεναριογράφος, τώρα όμως νιώθει τελείως εξουθενωμένη και αδυνατεί να βγει απ’ το διαμέρισμα. Μετά όμως από ατέλειωτους μήνες απομόνωσης αποφασίζει να βγει έξω στον κόσμο. Όταν περνάει μπροστά από ένα εργαστήρι κεραμικής –που κατά λάθος το πέρασε για καφετέρια– της ανοίγεται ένας καινούργιος κόσμος.
Δυο φορές την εβδομάδα μαθαίνει πώς να μεταμορφώνει τον ατίθασο πηλό σε όμορφα πιάτα. Με τις χαρές της κεραμικής, η καρδιά της Jungmin, άλλοτε παγωμένη από τη μοναξιά, σιγά σιγά ζεσταίνεται στην κάψα του καμινιού, που ξεπερνάει τις θερμοκρασίες του καλοκαιρινού καύσωνα. Η Jungmin γνωρίζει καλύτερα τους υπόλοιπους στο εργαστήρι – έχουν όλοι τις ιστορίες τους.
Καθώς περνούν οι εποχές του χρόνου –το καλοκαίρι δίνει τη θέση του στο φθινόπωρο, το φθινόπωρο στον χειμώνα, ο χειμώνας στην άνοιξη– οι πληγές της Jungmin σιγά σιγά γιατρεύονται. Βάζο το βάζο, πιάτο το πιάτο, ανακαλύπτει ότι όσο περισσότερο απασχολεί τα χέρια της, τόσο ηρεμεί το μυαλό της και ανοίγει η καρδιά της, με τρόπο που δεν έχει ξαναζήσει.
Μια απολαυστική ιστορία, φόρος τιμής στην τέχνη της κεραμικής αλλά και μια απόδειξη ότι σε έναν κόσμο που κινείται πολύ γρήγορα αξίζει να βρεις μια κοινότητα και να κατεβάσεις ταχύτητα.