Εκείνος, γύρω στα σαράντα, μελαχρινός με πυκνό ίσιο μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω, γκριζωπούς κροτάφους, καλοσχηματισμένη μύτη και μελιά μάτια που ανέδιναν στίγματα μελαγχολίας και φαίνονταν πρόθυμα να καταθέσουν πειστήρια για κακοτυχία. Εκείνη, γύρω στα τριάντα πέντε με σαράντα, ψιλόλιγνη, όμορφη, ξανθιά, με γαλανά μάτια που εξέπεμπαν ένα μεστό κράμα αυτοπεποίθησης, θωρακισμένης ικανοποίησης και φιλοδοξίας. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι, δύο διαφορετικοί κόσμοι, απολάμβαναν το δείπνο τους καθισμένοι σε διπλανά τραπέζια μιας παραδοσιακής ταβέρνας
ενός όμορφου αιγαιοπελαγίτικου νησιού, που από την αρχή της νέας χιλιετίας είχε αρχίσει να γίνεται αγαπημένος προορισμός διακοπών όλο και περισσότερων τουριστών από ολόκληρο τον κόσμο. Διπρόσωπη Κίρκη. Εκείνος μοιραζόταν τους πλούσιους ψαρομεζέδες του τραπεζιού με ένα ζευγάρι ηλικιωμένων∙ έναν μετρίου αναστήματος, σφιχτοδεμένο, ηλιοκαμένο εβδομηντάρη άνδρα, με αυλακωμένο πρόσωπο, σμιλεμένο από τη θαλασσινή αλμύρα, πυκνά τοξοτά φρύδια σαν βδέλες, δασύτριχο μουστάκι, γαμψή μύτη και δικαιωμένη αλλά γονατισμένη όψη, και μια μελαχρινή, στρογγυλοπρόσωπη, στρουμπουλή εξηνταπεντάρα γυναίκα, με κοντοκομμένα, σκούρα καστανά μαλλιά, ανεκπλήρωτη θολή ματιά και αδικαίωτη όψη. Στο τσιτωμένο, γυαλιστερό πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας, το οποίο, παραδόξως, αντιστεκόταν να παραδοθεί στο μαστίγωμα του αδυσώπητου χρόνου, ήταν αποτυπωμένος ένας καημός που έμοιαζε να σιγοκαίει. Σε αντίθεση με τον νεαρό άνδρα, το ηλικιωμένο ζευγάρι τσιμπολογούσε νωχελικά τα εδέσματα του τραπεζιού, με ανόρεχτες κινήσεις.