Κάθε πρωί κλειδώνεις την πόρτα του δωματίου όπως το έχεις συνήθειο και για λίγο, μόνο για λίγο, μένεις μόνος μπροστά στον καθρέφτη κάνοντας τις γκριμάτσες των μεγάλων, κορδωμένος, βιάζεσαι φαίνεται να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας. Μετά, αρπάζεις τσάντα, μολύβια και τετράδια, το χτένισμά σου άψογο, κουστουμάκι απαραίτητο, όμορφο αγόρι, οι ευχές σ' ακολουθούν, και ξεκινάς για το σχολείο με βήματα γοργά, με ένα ευχάριστο άγχος, άλλοτε χαρούμενος, άλλες φορές πάλι προσποιητά ευτυχής, από τότε σε απασχολούσε γιατί πρέπει να κρύβεται πίσω από μάσκες η θλίψη ή η αδιαφορία σου. Προσπερνάς τους ανθρώπους βλέπεις τις σκιές να χάνονται στην άκρη της στροφής, κυματίζεις σημαία μονάχη στο κατώφλι του κόσμου, πλάθεσαι δίχως να το καταλαβαίνεις, στηρίζεσαι στο παραμύθι για να μη βουλιάξεις σε ένα πέλαγος αμφίβολου ρεαλισμού. [...] (Από το κεφάλαιο ΔΗΜΗΤΡΗΣ)