Ευχάριστον αίμα
Ομολογουμένως ένα πάσης φύσεως έγκλημα θεωρείται ειδεχθές και καταδικαστέο. Είναι αδιανόητο να σκεφτεί κανείς ότι θα υπάρχει έστω και ένας από το ακροατήριο του δικαστηρίου, ο οποίος θα αποζητά τη λύτρωση από τα δεσμά του εγκληματία, εφόσον ο τελευταίος αποδεδειγμένα και πλήρως τεκμηριωμένα έχει κριθεί ένοχος. Προς τι λοιπόν αυτή η μανιώδης ενασχόληση πολλών αναγνωστών με αυτού του τύπου τη λογοτεχνία; Για ποιο λόγο συνεχίζει να υφίσταται αυτή η μελέτη θανάτου, η οποία έχει κερδίσει πολλούς θαυμαστές; Ισως τα κίνητρα για κάτι τέτοιο να κρύβονται στους κεντρικούς θεματικούς άξονες των έργων. Ετσι λοιπόν, η δομή τους διακρίνεται από μυστήριο, ανατροπές και δικαιοσύνη. Αυτό το πολυφορεμένο πέπλο δεν παύει ποτέ να βρίσκεται εκτός μόδας. Η ανθρώπινη φυσική άγνοια έλκεται από το μυστηριώδες, το οποίο σπεύδει να εξηγήσει, ώστε δίνοντάς του υπόσταση να μην το φοβάται πλέον και να αποπειραθεί, στο απότερο μέλλον, να το αποκωδικοποιήσει. Οι ανατροπές αποτελούν κάτι το αναπάντεχο, το οποίο όμως κινείται στη σφαίρα του αναμενόμενου. Η ανθρώπινη ευφυία ως αξεπέραστη, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της, δεν παύει ποτέ να είναι γοητευτικότατη. Ετσι λοιπόν, έχει την ευχέρεια να προσφέρει στην ψυχή διάφορες ατραπούς, οι οποίες θα καθορίσουν την ποικιλία των θεαμάτων της ζωής, καθώς και της ίδιας της στιγμής πάνω στο πλάσιμο του βίου. Φτάνοντας στη δικαιοσύνη, ό,τι και να ειπωθεί ωχριά. Αυτός ο θεμέλιος κοινωνικός λίθος δεν δύναται να λείπει από καμμίαν ύπαρξη, η οποία σέβεται τον εαυτό της και θέλει να υπερηφανεύεται ότι υφίσταται και πορεύεται με αξιοπρέπεια. Εάν αυτό το στοιχείο αφαιρεθεί από τη συνείδησή μας ή ατονήσει, χάριν ιδίου συμφέροντος, τότε δημιουργείται μια παράλληλη κοινωνική πραγματικότητα, η οποία με τη σειρά της αποκτά πολλούς οπαδούς. Κάθε άνθρωπος, ασχολούμενος με την αστυνομική λογοτεχνία, επιθυμεί τρία πράγματα. Να οξύνει το μυαλό του, να αλλάξει παραστάσεις και να αντιμετωπίζει, έστω και με χάρτινο και μελανό σπαθί, τη σήψη και τη σαθρώτητα μιας κοινωνίας. Φυσικά, οι φιλοδοξίες κάθε ανθρώπου ποικίλλουν, με αποτέλεσμα η περιγραφόμενη κατάσταση που εκτυλίσσεται μπροστά τους να φαντάζει άλλοτε ιδανική, άλλοτε υποτιμημένη, άλλοτε ουτοπική και άλλοτε δυστοπική. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η πολύχρωμη παλέτα προσφέρει μια ζωγραφική πανδεσία, στην οποία ο κάθε ενδιαφερόμενος παρατηρεί τον εκάστοτε καλλιτέχνη να μεγαλουργεί και να εκτίθεται επι σκοπού. Μια τέτοια περίπτωση, αναμφισβήτητα, είναι και αυτή ενός από τα καλύτερα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι, με τίτλο Δέκα μικροί νέγροι, αρχικά εκδοθέν με τον τίτλο Και δεν έμεινε κανένας (And then there were none) το 1939. Εδώ θα παρατηρήσει κανείς ότι ο λύτης του μυστηρίου δεν τυγχάνει κάποιο από τα γνωστά πρόσωπα της αξιοσέβαστης συγγραφέως. Η λύση δίνεται με τυχαίον τρόπο, ο οποίος όμως έχει μελετηθεί πάρα πολύ προσεχτικά. Στο τέλος διαπιστώνεται ότι δεν είναι επιθυμητή η προσωπική φιλοδοξία. Τέτοιες ματαιοπονίες δεν έχουν θέση σε αυτό το μυθιστόρημα. Το κεντρικό θέμα καθίσταται η απονομή δικαιοσύνης με οποιοδήποτε κόστος. Η συγκέντρωση δέκα, φαινομενικά, ασύνδετων ανθρώπων στο λεγόμενο Νησί του Νέγρου και ο εγκλωβισμός τους εκεί, μέχρι η τυφλή κυρία να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, γίνεται αυτοσκοπός του ηθικού αυτουργού. Η κτηνωδία που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος αναδύεται σε όλο το ζοφερό της μεγαλείο, καθώς οι ιστορίες όλων των παρεβρισκομένων στον επικείμενο χώρο ενταφιασμού τους αρχίζουν να ξεδιπλώνονται αναγκαστικά. Η απληστία όλων διακατέχεται από ένα ζουγκλώδη κώδικα ηθικής, τη στιγμή που τα ένστικτά τους απανθρωποποιούνται και υποβιβάζονται. Ακόμη και η ελάχιστη αίσθηση ανθρωπιάς χάνεται όσο τα θύματα πληθαίνουν και τα μικρά ομοιώματα, τα οποία βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με ένα μακάβριο παιδικό τραγούσι, λιγοστεύουν. Η ατμόσφαιρα του βιβλίου, σε συνδυασμό με τους ρεαλιστικότατους διαλόγους των προσώπων κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η φυσικότητα των θανάτων, συνυφασμένη με την παιδικότητα του ποιήματος θυμίζουν μιαν καλοπαιγμένη παρτίδα σκάκι, όπου οι θυσίες των πιονιών ελάχιστη σημασία έχουν κατά τη διαδικασία τηε κατάκτησης. Οποιος κρατήσει στα χέρια του αυτό το βιβλίο, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα λάβει το ιερό δισκοπότηρο της απόλαυσης. Μακάρι να ήταν δυνατόν να αποσταλλούν μηνύματα προς το υπερπέραν, ώστε η εκλειπούσα εδώ και αρκετές δεκαετίες συγγραφεύς να λάμβανε ένα ακόμη ''ευχαριστώ'' από καρδιάς, απόδειξη ότι τα έργα της έχουν αντέξει στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου.
mavrogiannis
mavrogiannis