
Υπέροχος κόσμος
Πολυφωνικό μυθιστόρημα
Άτοκες δόσεις με ή χωρίς πιστωτική

Στο «Υπέροχο κόσμο» του Φίλιππου Μανδηλαρά, οι δεκατέσσερις έφηβοι από μια υποβαθμισμένη περιοχή κοντά στο κέντρο της Αθήνας προετοιμάζονται για το αποχαιρετιστήριο πάρτι του γυμνασίου τους. Στην ιστορία τους, το πάρτι λειτουργεί ως αφορμή για να εξερευνηθούν οι σχέσεις, οι επιθυμίες και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, αναδεικνύοντας την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας.
Η πλοκή αναπτύσσεται γύρω από μια απρόσμενη ανατροπή όταν μια συμμορία προσπαθεί να κλέψει ηχητικά μηχανήματα από το σχολείο, με έναν από τους εφήβους να αναλαμβάνει τον ρόλο του εκβιαστή. Οι συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτήρων και οι εσωτερικές τους αναζητήσεις δημιουργούν μια έντονη συναισθηματική ατμόσφαιρα, γεμάτη ελπίδα και αγωνία.
Η γραφή του Μανδηλαρά είναι ζωντανή και ρέουσα, χρησιμοποιώντας άμεσες και καθημερινές εκφράσεις που φέρνουν κοντά τον αναγνώστη στον κόσμο των ηρώων του. Η εναλλαγή των φωνών των εφήβων προσφέρει μια πολυδιάστατη εικόνα της εφηβικής ψυχολογίας.
Το «Υπέροχος κόσμος» αξίζει να διαβαστεί γιατί προσφέρει μια ελπιδοφόρα ματιά σε μια δύσκολη πραγματικότητα, αποδεικνύοντας ότι η αγάπη και η φιλία μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πιο σκοτεινές γωνιές της ζωής.
Όμως, μια σειρά ατυχών συμπτώσεων και ένας ασυνείδητος μικροκακοποιός αδερφός οδηγούν μια παρέα από κλεφτρόνια στο σχολείο το βράδυ της προηγουμένης, με σκοπό να κλέψουν τα ακριβά ηχητικά μηχανήματα που βρίσκονται κλειδωμένα στο σχολείο.
Την ίδια ώρα, ένας από τους έφηβους ήρωες καταφέρνει να τους φωτογραφίσει και να εκβιάσει τον αρχηγό τους ώστε να επιστρέψει τα κλοπιμαία στο σχολείο πριν το μεσημέρι, για να μπορέσει να γίνει το πάρτι.
Αυτό που ακολουθεί είναι από τη μία ο αγώνας της συμμορίας να κρατήσει με νύχια και με δόντια τα ακριβά μηχανήματα, κι από την άλλη αυτός όλων των συμμαθητών να πάρουν πίσω τα μηχανήματα ώστε να γίνει το πάρτι. Στην πλοκή αυτή ξετυλίγονται σε πρώτο πρόσωπο οι φωνές των δεκατεσσάρων εφήβων, οι αναζητήσεις, οι ανησυχίες, οι πόθοι και οι έρωτές τους, δημιουργώντας τελικά μια ολοζώντανη τοιχογραφία του κόσμου τους.
Γιατί –όπως φαίνεται σίγα σιγά– το πάρτι είναι μόνο η αφορμή για να έρθουν όλοι πιο κοντά, να γνωρίσουν τα όριά τους (αλλά κι αυτά του διπλανού τους), να συγκρουστούν, να φιλοσοφήσουν, να εκμυστηρευτούν, να αγκαλιαστούν, να ερωτευτούν, να θρηνήσουν και, πάνω απ’ όλα, να ονειρευτούν. Να συνειδητοποιήσουν, τελικά, ότι ζουν σ’ έναν υπέροχο κόσμο γιατί, παρότι ζουν στην πληγιασμένη πλευρά της πόλης, μπορούν να μεταποιούν τη σκοτεινή ύλη της καθημερινότητάς τους σε γέλιο, αγκαλιές κι αγάπη. Μπορούν ακόμα να κουρδίζουν πότε πότε το «εγώ» τους στην κλίμακα του «εμείς».



αξιολογήσεις


vivi
vivi
Μαρία
Μαρία