Πίσω απ' τούς μουντούς μπερντέδες των δέντρων- κάτι στο χρώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας - κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο. Ο σκύλος με το στομάχι του βαρύ απ' όλη την τρυφερότητα της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύροχώμα.Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες· ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας. Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να 'χαν καταπιεί το κώνειο κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φωςστις πλάκες.Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωήκι η κάθε εποχή ν' αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή. Μέσ' απ' τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινεη ώρα·σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.[...][Από την έκδοση]