Ρε, τι πάθαμε!
Όταν την άνοιξη του 2019 ανακοινώθηκε η απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας στο μυθιστόρημα του Νίκος Χρυσός «Καινούργια μέρα» (Εκδόσεις Καστανιώτη), το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν «ρε τι πάθαμε... τώρα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να μη διαβάσουμε τις 700 σελίδες που έκατσε και έγραψε ο αθεόφοβος!». Και, βέβαια, τις διάβασα...
Μπαρκάρεις μαζί τους προς όλα τα γνωστά και τ’ άγνωστα λιμάνια ταυτόχρονα. Σουλατσάρεις σ’ όλα τα κακόφημα ανήλιαγα σοκάκια, μεταξύ απόκληρων πνευμάτων, με μια αίσθηση ελευθερίας, σε μια ζωή έξω από τα όρια, στα περιθώρια.
Μετατρέπεσαι σε οδοιπόρο σε έναν βίαιο, υπόγειο, αόρατο μικρόκοσμο, κάτω από τα ραντάρ του «πολιτισμένου» κόσμου, με μια ανθρωπιά ξεχασμένη, με έναν ατομισμό επιβίωσης, με μια αλληλεγγύη πρωτόγονη, μαθαίνοντας πως «οι λέξεις έξω στον δρόμο αποκτούν διαφορετική σημασία ή μάλλον νέες εντελώς ιδιότητες» (σελ. 75).
Συναναστρέφεσαι αστέγους εκ πεποιθήσεως, ως υπέρτατη επιλογή ελευθερίας, κι άλλους επειδή έτσι τους τα ‘φερε η ζωή. Γνωρίζεις τον Σεβαστιανό, που «σεργιάνιζε καπνίζοντας ξένα τσιγάρα κι όταν στεκόταν μετέφερε το βάρος του πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, λες και κρατούσε παλάντζα στην κουβέρτα μιας αόρατης μπενζίνας, ατενίζοντας τον ορίζοντα, μακρύτερα απ' όσο έφτανε η όραση» (σελ. 186) μέσα απ’ τα μάτια των άλλων και συνειδητοποιείς πως είναι «δυστυχισμένος ο λαός που δεν έχει ήρωες κι ακόμη πιο δυστυχισμένος αυτός που χρειάζεται ήρωες» (σελ. 407).
Αντιλαμβάνεσαι διαστάσεις του χρόνου αργές, βασανιστικές, σαν να περνά η ζωή από πάνω σου σε τάιμ λαπς, σαν παραλήρημα που σκουντουφλά στο κενό μεταξύ ονείρου και ψυχωσικού επεισοδίου, καθώς «η διαδοχή μέρας και νύχτας, η κυκλική κίνηση του λεπτοδείκτη, [σ]ε αφήνουν πραγματικά απαθή ή μάλλον αμήχανο, δεν ξέρ[εις] αν [σ]ου αξίζει όλος αυτός ο χρόνος κι ούτε ξέρ[εις] τι ακριβώς να τον κάν[εις]» (σελ. 614). Κι όμως ξέρεις πως «κάθε καινούρια μέρα είναι το αντίθετο του θανάτου» (σελ. 664).
Κι όταν τελειώνει, σαν ξεμπαρκάρισμα, αφήνει ένα ανικανοποίητο κενό, σαν ένα υπαρξιακό παραπονεμένο κι αναπάντητο «και τώρα, τι;». Σαν ένα «γιατί», παρατημένο δίπλα στον κάδο της ζωής, μεταχειρισμένο μα σε αρκετά καλή κατάσταση για ν’ αναστατώσει τον επόμενο περίεργο που θα το μαζέψει στα κρυφά, θα το καταχωνιάσει στην εξωτερική τσέπη του μυαλού του και θα προχωρήσει βιαστικά το δρόμο του, παριστάνοντας τον ανέμελο, μ’ ανήσυχος μην τον έχει πάρει κάνα μάτι κι αναγκαστεί να δεσμευτεί πως αυτός, όχι, δεν είναι σαν τους άλλους, δεν πρόκειται να το αφήσει αναπάντητο.
«Ο Σεβαστιανός δεν είναι ένας ξένος, ο Σεβαστιανός είναι η πραότητα και η επιείκεια, η ελπίδα και η αγάπη, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η χαρά και η αγαλλίαση, η μακροθυμία, η ειρήνη∙ ο Σεβαστιανός είναι η υπομονή, η ανοχή, η συμπάθεια, η συγχώρηση, το έλεος, η ταπείνωση, η απολύτρωση, ο Σεβαστιανός είναι το καύχημά μας, είναι η πρόνοια, το φως, η αλήθεια, η δόξα και η τιμή μας, η ελευθερία και η νίκη, η δικαιοσύνη και η αναγέννηση, ναι, η αναγέννηση∙ ο Σεβαστιανός είναι ο Τέως, ο Μαρκόνης και ο Γιάννης, είναι ο Λάκυ και η Μάμα∙ ο Σεβαστιανός είμαι εγώ» (σελ. 668). Και εσύ.
Tο καλοκαίρι του 2020 η «Καινούργια μέρα» απέσπασε και το Ειδικό Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο για βιβλίο που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Όπως θα καταλάβατε, «ρε τι πάθαμε» θα πρέπει να λένε μόνο όσοι/όσες δεν το έχουν ήδη διαβάσει.
m
m
zervadrenou
zervadrenou
angkoukou
angkoukou
confirmed purchaser
confirmed purchaser