Οι πόρτες του υδατοφράχτη άνοιξαν. Η προπέλα άρχισε να γυρίζει ανακατώνοντας τον παχύ βούρκο… Ο Ρομπέρ μ’ ένα κοντάρι προσπαθούσε να απομακρύνει την πλώρη της φορτηγίδας από τον μόλο… Ένα τράνταγμα, ένας ανησυχητικός θόρυβος από κάποιο γρανάζι. Τα δύο αδέλφια άρχισαν να γυροφέρνουν ψαχουλεύοντας με τους γάντζους των κονταριών την προπέλα … Ο Ζυλ έπιασε κάτι… Με αργές κινήσεις άρχισε να ανεβάζει το κοντάρι και όταν έφτασε ο γάντζος έξω από το νερό, τα δύο αδέλφια είδαν να εμφανίζεται ένα περίεργο πακέτο δεμένο με σπάγκο, τυλιγμένο σε εφημερίδα που είχε σχιστεί. Ήταν ένα ανθρώπινο χέρι, από την παλάμη μέχρι τον ώμο· είχε χρώμα ωχρό εξαιτίας του νερού και η υφή της σάρκας ήταν σαν ψόφιου ψαριού. […]
Δύο μαουνιέρηδες βγάζουν από το κανάλι Σαιν Μαρτέν ένα χέρι, και μετά την έρευνα των δυτών ανασύρονται στην επιφάνεια και τα υπόλοιπα μέλη ενός ανδρικού πτώματος. Μόνο το κεφάλι παραμένει άφαντο.
Ο Μαιγκρέ, στήνοντας τυχαία το ορμητήριο για την έρευνά του σ’ ένα μπιστρό στο Και ντε Βαλμύ, θα προσπαθήσει να οσφρανθεί τα μυστικά που κρύβει η γειτονιά. Ο ιδιοκτήτης του μπιστρό απουσιάζει· κατά τα λεγόμενα της γυναίκας του πήγε να προμηθευτεί κρασιά. Ο επιθεωρητής εντοπίζει πολύ γρήγορα τους δύο εραστές αυτής της παράξενης γυναίκας, που έχει παραδοθεί στο ποτό. Σιγά σιγά ο κλοιός γύρω της θα σφίξει. Όμως ποιό ήταν το κίνητρό της ώστε να θέλει να εξαφανίσει έναν σύζυγο κάθε άλλο παρά ενοχλητικό;
Άλλο ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο Ζωρζ Σιμενόν φανερώνει την αλήθεια αναπάντεχα, συνδεδεμένη με όλα τα παράδοξα της ανθρώπινης ψυχής, με τα αινίγματα της ανθρώπινης προσωπικότητας και της ανθρώπινης μοίρας, όπως τα κρύβουν μέσα τους οι πιο συνηθισμένες υπάρξεις και τα ανιχνεύει πάντα με αριστοτεχνικό τρόπο ο συγγραφέας.
Συνήθεια αστυνομικού ήρωα: Θαμώνας των bistro που βρίσκονται κοντά στο σπίτι που μένει - πίνει διάφορα αλκοολούχα ποτά.