"Ημέρες Κυρίου"
Ανέβηκα στο βουνό.
Αύγουστος, κι είχανε μαχαιρώσει
στο μετρό ένα μετανάστη.
Το κεφάλι μου βούιζε σα μηχανή αεροπλάνου.
Το αμάξι ζεστό,
σα μάλλινη σκούφια για το πρόσωπο.
Κλείδωσα και κατέβηκα.
Τα πρώτα βήματα αβέβαια,
συνηθισμένα στο μπετόν.
Οι πέτρες δαρμένες από αέρα και βροχή,
κοφτερές. Παντού κεραμιδί πευκοβελόνες.
Πεύκα: νέα, γέρικα, με αραιά κλαδιά,
με φρέσκα κουκουνάρια.
Έκοψα ένα, νεαρό. Κλειστό
σαν αστακούδι στη φωλιά του
και κυρτό σα δόντι-φυλαχτό.
Μύριζε ρετσίνι, πεύκο, τα παιδικά μου
χρόνια· δυνατότητα.