Μακρινός απόγονος της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, η κλασική αρχαιολογία διαμορφώθηκε ως νεωτερικός επιστημονικός κλάδος κατά τον όψιμο 19ο αιώνα, μέσα από την ανάγκη της Δύσης να συγκροτήσει μια διακριτή πνευματική γενεαλογία. Το επιστημονικό πρόγραμμα που κατά τα τελευταία 150 περίπου χρόνια εφαρμόζεται -στη Δύση, αλλά και στην υπόλοιπη υφήλιο- ως «κλασική αρχαιολογία» συνδυάζει την αγάπη για το κλασικό, που είχαν πρώτοι καλλιεργήσει οι Ρωμαίοι, με τις αυτοσχέδιες "αρχαιολογίες" των αιώνων που μεσολάβησαν, έχοντας διαμορφώσει ένα εμφατικά ιδεαλιστικό αρχαιογνωστικό παράδειγμα, σταθερά προσανατολισμένο στην εμπειρική μέθοδο, τις αισθητικές προσεγγίσεις, τον φετιχισμό του ευρήματος και την εξιδανίκευση των αρχαίων -συχνά ανώνυμων, σκιωδών και κατά κανόνα επινοημένων- δημιουργών.