Στα φοβερά χρόνια της γεζόφσινα, πέρασα δεκαεπτά μήνες περιμένοντας στην ουρά, μπροστά στις φυλακές τον Λένινγκραντ. Μία μέρα, κάποιος με «αναγνώρισε». Τότε, μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ της το όνομά μου, ξύπνησε από την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ' αυτί μου (εκεί, όλοι μίλαγαν ψιθυριστά):
-Κι αυτό μπορείτε να το περιγράψετε;
Κι εγώ της είπα:
-Μπορώ.
Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σε αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της.
1η Απριλίου 1957 Λένινγκραντ