24 στιγμιότυπα, 24 καρέ, 24 στάσεις, όσες και σε ένα φωτογραφικό φιλμ.
Όσες και οι στάσεις του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου της Αθήνας.
24 αυτοτελείς, ημιτελείς, μετέωρες και συνεχιζόμενες ιστορίες, που εκτυλίσσονται μέσα και έξω από τα βαγόνια και τους σταθμούς.
Είναι μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στην κορύφωση της κρίσης και οι απεργίες έχουν παραλύσει την πόλη – τα ταξί έχουν ανεβάσει χειρόφρενο και τα βενζινάδικα παραμένουν κλειστά για μέρες. Στα γεμάτα βαγόνια συνυπάρχουν τακτικοί επιβάτες με εκείνους που μπαίνουν για πρώτη φορά στο τρένο, εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης με νεόπτωχους, γιατροί με ανέργους, στελέχη με μετανάστες, αλλά και άνθρωποι που επιβιβάστηκαν κατά τύχη ή δεν έχουν καν ιδέα πώς έφτασαν μέχρι εκεί. Οι ιστορίες τους φαινομενικά κινούνται παράλληλα όπως οι συρμοί της αντίθετης κατεύθυνσης, αλλά σε πολλά σημεία τέμνονται όπως οι ράγες. Στο φόντο, 24 ανώνυμες φωνές παρεμβάλλονται στις ιστορίες ως άλλος χορός του δράματος. Καμιά τους όμως δεν κερδίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, εκτός από αυτή του κορυφαίου, που ξεχωρίζει στο φινάλε. Το 24 ξεκινά ως μια κατάβαση στην πόλη πάνω στις σταθερές ράγες και εξελίσσεται σε μια φρενήρη περιπλάνηση στον κόσμο. Τον κόσμο που κινείται γρήγορα, που μεταβάλλεται διαρκώς, που μεταμορφώνεται, μεταμορφώνοντας κι εμάς τους ίδιους.
Το 24 είναι μια
σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων που επιχειρεί να απαθανατίσει τις μεταμορφώσεις αυτές.
Μέχρι να τελειώσουν οι 24 στάσεις του φιλμ.
Παραμέναμε ακίνητοι έξω από τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο με πόδια άκαμπτα και σώμα που δεν έλεγε να υπακούσει στα κελεύσματα του μυαλού μας. Η πινακίδα μπροστά μας έγραφε με μεγάλα γράμματα «ΚΗΦΙΣΙΑ» και το ρολόι ήταν σταματημένο στις δέκα και δέκα. Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε αμυδρά στο πρόσωπό μας, προσπαθώντας ασυναίσθητα να μιμηθεί το «σφηνωμένο χαμόγελο» του ρολογιού. Ακούσαμε τον συρμό να πλησιάζει. Προχωρήσαμε με βήματα αργά και σταθερά. Μπροστά μας βρισκόταν ο
Γιάννης Γορανίτης, που μας καλούσε
να γίνουμε πρωταγωνιστές στις ιστορίες του. Να στριμωχτούμε στα καθίσματα, να πιαστούμε από τη χειρολαβή, να κοιτάξουμε καχύποπτα δεξιά και αριστερά, να νιώσουμε πως είναι να είσαι «αόρατος», να πονάς, να πιστεύεις πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να σε σώσει, να έχεις όνειρα, να θέλεις να αγαπήσεις, να θέλεις να σταθείς στα πόδια σου, να βλέπεις τον εαυτό σου να πέφτει και να μην έχεις κουράγια να ξανασηκωθεί.
Διάβασε περισσότερα για το «24» του Γιάννη Γορανίτη στο Public Blog!
Αριαδνη
Αριαδνη