Κι ο Ήλιος;
Ο Ήλιος δεν φεύγει...
Εμείς φεύγουμε.
Σε μισή περιστροφή επιστρέφουμε, ξεχτένιστοι και με τσίμπλες, και λέμε, σαν γνώστες, ότι ο ήλιος μόλις βγήκε.
Κι όμως, για τον Ήλιο, εμείς είμαστε που βγαίνουμε κάθε μέρα.
Κάλτσες, νερόλακκοι, βράχοι, σύννεφα μπλέκονται σε ένα παιχνίδι όπου έννοιες βαθιές και δύσκολες να προσεγγιστούν, όπως η απουσία και η απώλεια, στροβιλίζονται στη φαντασία των παιδιών, για να καταλήξουν με αφοπλιστικό τρόπο στην ιδέα ότι η εξαφάνιση, στην ουσία, είναι μόνο μια μετάβαση σε ένα διαφορετικό στάδιο ύπαρξης, σε μια άλλη εκδοχή της... προηγούμενης πραγματικότητας.
Η Ιζαμπέλ Μινιός Μαρτίνς παίζει με τις λέξεις, μιας και, όπως λέει, «οι λέξεις, όσα μπορούμε να κάνουμε με τις λέξεις και όσα μπορούν να κάνουν οι λέξεις μαζί μας» είναι το αγαπημένο της μυστήριο. Μέσα από το βιβλίο της μας τραβά από το χέρι στον δικό της παράδεισο, αυτόν στον οποίο πραγματικά πηγαίνουν τα πράγματα όταν εξαφανίζονται και που δεν είναι άλλος από τον τρόπο που βιώνει και καταγράφει στη μνήμη του κάθε παιδί, μικρό και μεγάλο, τις απουσίες και τις απώλειες.
Επιστρατεύοντας τις λακκούβες που σβήνουν, τον θόρυβο που διαπερνά τη σιωπή, το χιόνι που λιώνει, μας φωνάζει δυνατά και χωρίς υπεκφυγές ότι η απουσία γίνεται τελικά εφικτή μόνο όταν εμείς είμαστε παρόντες: «Αν εξαφανιστούμε δίχως κανείς να το πάρει είδηση, δεν καταφέρνουμε να εξαφανιστούμε»!