Στη γενέθλια πόλη, όπου κυριαρχεί το εκνευριστικό ψιλόβροχο κι όλα διαβρώνονται από την υγρασία, πέρασα τη ζωή μου αδιάβροχος. Δεν πήρα τίποτα στα σοβαρά, πλην του θανάτου. Εξ αποστάσεως παρατηρούσα τις μελαγχολικές και νυσταγμένες σκιές να ακροβατούν. Όταν έκανα κέφι, κυλιόμουν εθελοντικά στο βούρκο, καμιά άλλη λάσπη δεν έπιασε πάνω μου. Καλύτερος σύμμαχος των διαφυγών μου, η ομίχλη.
Άνω Πόλη η γενέτειρα, παιδί στη λαϊκή συνοικία τού Κορδελιού με τα απέραντα τσαΐρια μέχρι τα επτά, μετά στο άλλο άκρο, την κατάφυτη προσφυγομάνα Καλαμαριά. Ξεχυνόμουν προς το άγνωστο κέντρο επιβιβασμένος στα μπλε λεωφορεία τής γραμμής, τότε που είχαν εισπράκτορα κι οι επιβάτες κάπνιζαν, ενώ απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα τα μυαλά μου έπαιρναν αέρα.
(απόσπασμα) - (Γιάννης Παλαμιώτης)