Το 1890 ο Βίνσεντ βαν Γκογκ εγκαθίσταται σε μια ταπεινή πανσιόν στο χωριό Ωβέρ-συρ-Ουάζ. Συναναστρέφεται στενά τον γιατρό Γκασέ, φίλο των ιμπρεσιονιστών.
Η κόρη του γιατρού, η Μαργκερίτ Γκασέ, είναι μια κοπέλα που ασφυκτιά μέσα στο περιβάλλον οικογενειακής αλλά και γενικότερης κοινωνικής καταπίεσης που επικρατεί για τις γυναίκες εκείνη την εποχή. Θα συναντήσει τον Βαν Γκογκ και θα γίνει ερωμένη του.
Ο Γκενασιά μάς παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τις τελευταίες μέρες της ζωής του ζωγράφου. Και αν ο γιατρός Γκασέ δεν ήταν αγνός εραστής της τέχνης, αλλά ένας φιλοχρήματος και ματαιόδοξος έμπορος; Και αν η κόρη του ήταν ένα πρόσωπο υπερβολικά ρομαντικό και υπερβολικά παθιασμένο κι ερωτευμένο; Και αν ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε; Και αν ορισμένοι πίνακές του δεν φιλοτεχνήθηκαν από τον ίδιο;
Ο Γκενασιά αξιοποιεί τις πιο πρόσφατες αποκαλύψεις για τη ζωή του ζωγράφου και μπολιάζει την πραγματικότητα με την πλούσια μυθιστορηματική φαντασία του, την οποία γνωρίσαμε από τα μυθιστορήματά του "Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων" και "Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.", που κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Πόλις.
Η ομάδα βιβλίου Public
το διάβασε και το προτείνει!
Στο καινούριο του μυθιστόρημα ο Γκενασιά μας ταξιδεύει στον υπέροχο κόσμο της ζωγραφικής. Η ηρωίδα του προσπαθεί να ξεφύγει από την μοίρα των γυναικών του 19ο αιώνα καθώς και από το καταπιεστικό της οικογενειακό περιβάλλον και να ακολουθήσει το όνειρό της, το οποίο είναι να γίνει διάσημη ζωγράφος. Μια μέρα όμως ο πατέρας της ο οποίος είναι διάσημος γιατρός δέχεται σαν ασθενή του τον διάσημο ζωγράφο Βαν Γκογκ, θα γνωριστούν, θα ερωτευτούν και θα ανακαλύψουν μαζί καινούριους κόσμους. Μέσα από την ιστορίας τους ξετυλίγονται οι τελευταίες μέρες της ζωής του διάσημου ζωγράφου. Είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο χρώματα, πάθος και όνειρα.
Δημήτρης Παπανικολάου, Public Κολωνακίου
Ο Γκενασιά κατορθώνει με το συγκεκριμένο έργο και ακολουθώντας την παράδοση των προηγούμενων βιβλίων του, να προσδώσει σε ιστορικά πρόσωπα και ορόσημα τον ανθρώπινο παράγοντα και να ξεφύγει από μία στείρα ιστορική καταγραφή. Μεταφερόμαστε επομένως στις τελευταίες μέρες του Βινσέντ βαν Γκογκ στο χωριό Ώβερ-συρ-Ουάζ, που έμμελε να είναι ο τόπος στον οποίο εμπνεύστηκε ορισμένα από τα κορυφαία έργα του κι αφαίρεσε ο ίδιος τη ζωή του. Ή μήπως όχι; Ο συγγραφέας εικάζει διαφορετικά στηριζόμενος σε καταγραφές που διαφωνούν με τη σκιαγράφηση του ζωγράφου ως μια καταραμένη ιδιοφυϊα, παρουσιάζοντας μέσα από τα μάτια της ερωμένης του Μαργκερίτ Γκασέ, κόρη του γιατρού Γκασέ που τον κούραρε, έναν παθιασμένο με την τέχνη του άνδρα, έναν άνδρα που μπορούσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί και που δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να πεθάνει, παρά μόνο να ζει ελεύθερος να ζωγραφίζει. Τα πραγματικά άρθρα εφημερίδων της εποχής, που παρεμβάλλονται της πλοκής, πιθανότατα να κουράζουν αρχικά, αλλά καταφέρνουν τελικώς να μας ταξιδέψουν πλήρως στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής, συνθήκη αναγκαία για την κατανόηση των σκέψεων και των συμπεριφορών των ηρώων, που εντέλει θυσιάζονται στο βωμό των κοινωνικών και ταξικών περιστάσεων.
Ελένη Γαλάνη, Public Γλυφάδας