Γράψε, πάχνη τοῦ πρωινοῦ, καθώς ἀποσύρεσαι, τούς σημερινούς μελλοθάνατους
κι ἀνάμεσά τους νά προσθέσεις κι αὐτόν τόν καπνό θυσίας πού ἀναθρώσκει μπροστά μου
εἶναι ἀπ’ τούς στίχους πού δέν ἔγραψα καί ναυάγησαν πρόωρα μές στόν καφέ μου
εἶναι ἀπ’ τούς στίχους πού δέν θέλησες οὔτε σήμερα νά διαβάσεις μαζί μου, Μαρία.
Γράψε, πάχνη τοῦ πρωινοῦ, καί τήν ἀνησυχία τῆς Μαρίας καθώς περιμένει μές στή βροχή τό λεωφορεῖο
καί τό λεωφορεῖο βαρύ ἀπό ἀνθρώπινες ἀνάσες ἀργεῖ, κάνει κρύο κι ἔχει δυό
λογαριασμούς στήν τσάντα νά πληρώσει
ἕνα κόκκινο αὐτοκίνητο περνάει, κάποιος τή φωνάζει μέσα κι ἐξαφανίζεται γιά τά ἑπόμενα εἴκοσι χρόνια.
Γράψε καί γι’ αὐτόν τόν καθημερινό μου φόβο μήπως χαθεῖ γιά πάντα ἡ Μαρία
σ’ ἕνα μέρος χωρίς βροχή, ἕνα πρωινό χωρίς στίχους.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2016.